- ρομφαιοφόρος
- ο / ῥομφαιοφόρος, -ον, ΝΜαυτός που κρατάει ρομφαία, ο οπλισμένος με ρομφαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥομφαία + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek